From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: strain /stɹˈeɪn/ διηθώ, τεντώνω, στραμπουλίζω, ζόρι, ένταση, είδος
strain /stɹˈeɪn/
διηθώ, τεντώνω, στραμπουλίζω, ζόρι, ένταση, είδος