From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: stone /stˈəʊn/ πετροβολώ, πέτρα, λιθοβολώ, εκκοκκίζω
stone /stˈəʊn/
πετροβολώ, πέτρα, λιθοβολώ, εκκοκκίζω