From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: stall /stˈɔːl/ χώρισμα στάβλου, υπαίθριος πάγκος μικροπωλητή
stall /stˈɔːl/
χώρισμα στάβλου, υπαίθριος πάγκος μικροπωλητή