From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: squat /skwˈɒt/ καταπατώ (ξένη περιουσία), ανακλαδίζομαι
squat /skwˈɒt/
καταπατώ (ξένη περιουσία), ανακλαδίζομαι