From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: split /splˈɪt/ μοίρα, μοιράζω, διχοτομία, μοιρά, μοιράζω, σχίσιμο
split /splˈɪt/
μοίρα, μοιράζω, διχοτομία, μοιρά, μοιράζω, σχίσιμο