From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: single /sˈɪŋɡəl/ μόνος, ανύπαντρος, μονός, μονόκλινος, ένας μόνος
single /sˈɪŋɡəl/
μόνος, ανύπαντρος, μονός, μονόκλινος, ένας μόνος