From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: shot /ʃˈɒt/ πυροβολισμός, πυροβόλησα, σκάγια, πυροβολώ
shot /ʃˈɒt/
πυροβολισμός, πυροβόλησα, σκάγια, πυροβολώ