From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: loom /lˈuːm/ αργαλειός, δαιαφαίνομαι, ξεπροβάλλω
loom /lˈuːm/
αργαλειός, δαιαφαίνομαι, ξεπροβάλλω