From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: knot /nˈɒt/ δένω, φιόγκος, σχηματίζω κόμπο, κόμβος, ρόζος
knot /nˈɒt/
δένω, φιόγκος, σχηματίζω κόμπο, κόμβος, ρόζος