From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: invest /ɪnvˈɛst/ εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, επενδύω
invest /ɪnvˈɛst/
εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, επενδύω