From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: gross /ɡɹˈəʊs/ πρόστυχος, χοντρός, ακαθάριστος, αισχρός
gross /ɡɹˈəʊs/
πρόστυχος, χοντρός, ακαθάριστος, αισχρός