From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: gay /ɡˈeɪ/ ομοφυλόφιλος, φαιδρός, εύθυμος, χαρούμενος
gay /ɡˈeɪ/
ομοφυλόφιλος, φαιδρός, εύθυμος, χαρούμενος