From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: dull /dˈʌl/ πληκτικός, μουντός, μουχρός, βαρετός, ανούσιος
dull /dˈʌl/
πληκτικός, μουντός, μουχρός, βαρετός, ανούσιος