From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: chick /tʃˈɪk/ κοτοπουλάκι, κόμματος, κοτπουλάκι
chick /tʃˈɪk/
κοτοπουλάκι, κόμματος, κοτπουλάκι