From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: caring /kˈeəɹɪŋ/ που νοιάζεται για άλλους, στοργικός, που φροντίζει
caring /kˈeəɹɪŋ/
που νοιάζεται για άλλους, στοργικός, που φροντίζει