From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: bond /bˈɒnd/ δεσμός, συγκολώ, συνδέω, συγκολλώ, ομόλογο
bond /bˈɒnd/
δεσμός, συγκολώ, συνδέω, συγκολλώ, ομόλογο