From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: bolt /bˈəʊlt/ αφηνιάζω, βίδα που σφίγγει με παξιμάδι
bolt /bˈəʊlt/
αφηνιάζω, βίδα που σφίγγει με παξιμάδι