From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: blunt /blˈʌnt/ απότομος, μονοκόμματος, αμβλώνω, αμβλύς
blunt /blˈʌnt/
απότομος, μονοκόμματος, αμβλώνω, αμβλύς