From English - Modern Greek XDXF/FreeDict dictionary ver. 0.1.1: ban /bˈan/ απαγόρευση, αποκλείω, απαγορεύω, αποκλεισμός
ban /bˈan/
απαγόρευση, αποκλείω, απαγορεύω, αποκλεισμός